ναρκισσευτής

ναρκισσευτής
ο [ναρκισσεύομαι]
1. αυτός που ναρκισσεύεται, που είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του, που αυτοθαυμάζεται
2. (κατ' επέκτ.) εγωκεντρικός, εγωπαθής, εγωλάτρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”